Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Το Σημειωματάριο της Πανδώρας


Έφυγε η ποιήτρια Βισουάβα Σιμπόρσκα






«Η ποίησή της συνδυάζει την κομψότητα του Μότσαρτ με την ορμή του Μπετόβεν», λένε οι Πολωνοί για τη συμπατριώτισσά τους Βισουάβα Σιμπόρσκα (Wisława Szymborska). Ήταν η αγαπημένη τους ποιήτρια. Κι όχι μόνο γιατί, το 1996, τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλλά γιατί η ποίησή της βρισκόταν σε «ανοιχτή» γραμμή με τους αναγνώστες της.
Η νομπελίστα ποιήτρια πέθανε την Τετάρτη,  1/2/2012, σε ηλικία 88 χρόνων. Είχε γεννηθεί το 1923. Σπούδασε Φιλολογία και Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Γιάγκελον της Κρακοβίας, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό της. Έχει εκδώσει περίπου 20 ποιητικές συλλογές και έχει μεταφράσει, κυρίως, κλασική γαλλική ποίηση.
Η Πανδώρα έχει δημοσιεύσει ποιήματα της Σιμπόρσκα, σε μετάφραση Βασίλη Καραβίτη, από το 1997, στα έντυπα τεύχη 2, 3 και 12.
Τα ποιήματα αυτά είναι αναρτημένα στο παρόν blog, στο (ηλεκτρονικό) τεύχος 24, στην ενότητα,  Ποίηση-Ξένοι ποιητές: Το Ανθολόγιο της Πανδώρας




Η Πανδώρα προτείνει το ξεχωριστό βιβλίο τής Βισουάβα Σιμπόρσκα, Μια ποιητική διαδρομή, μετάφραση, σχόλια, επίμετρο: Βασίλης Καραβίτης, Εκδόσεις Σοκόλης, 2003, σελ.168.

Οι πέντε συλλογές αυτού του βιβλίου μεταφράστηκαν από τα Αγγλικά και από εκδόσεις, που είχαν την γλωσσική εποπτεία της ποιήτριας.
Ο Βασίλης Καραβίτης παρουσίασε πρώτος στην Ελλάδα την Βισουάβα Σιμπόρσκα. Τα μεταφρασμένα ποιήματά της συμπεριέλαβε στο βιβλίο του: Συγκομιδή Β΄, Σύγχρονοι ξένοι ποιητές, εκδόσεις Γνώση, 1988.
Τα 63 ποιήματα, που μεταφράζονται στο βιβλίο, των εκδόσεων Σοκόλη, 2003, που προτείνουμε εδώ, εγκρίθηκαν από την ίδια την ποιήτρια, με την οποία συνεργάστηκε ο Βασίλης Καραβίτης.




Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Η μουσική της Πανδώρας


Η Έττα Τζέημς, θρυλική τραγουδίστρια της Τζαζ και των Μπλουζ, έφυγε στις 20/1/2012.
Είχε βραβευτεί με 4 βραβεία Grammy και 17 βραβεία, Bleus Music Awards.













Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Το Σημειωματάριο της Πανδώρας



Magritte Rene (1898 - 1967) Μαγκρίτ Ρενέ
Ο θεραπευτής (Le Therapeute), 1967, Μπρούντζος , 145 x 117 x 65 εκ.
Δωρεά Αλέξανδρου Ιόλα στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος, Αθήνα,
Αρ. έργου: Π.4085.

__________________________________________________


Ηλίας Χαραλαμπόπουλος

Ψάχνοντας για ηγέτη

Μια από τις συνέπειες της κρίσης που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, είναι και η πολεμική ρητορική που αναπαράγεται αδιακρίτως, από όλο το φάσμα των ενασχολούμενων με αυτήν. Διαδεδομένη είναι η άποψη πως βιώνουμε ένα άτυπο είδος πολέμου, με προεξάρχουσα απειλή την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, αλλά και της εθνικής ταυτότητας.
Αν, όμως, πρόκειται να χρησιμοποιήσουμε την πολεμική ρητορική, ίσως θα ήταν σκόπιμο να εκμεταλλευτούμε και την πραγματική εμπειρία από τους πολέμους, όσον αναφορά τις ψυχικές συνέπειες. Η πιο γνωστή από αυτές, είναι το φαινόμενο της πολεμικής νεύρωσης. Δηλαδή, η εμφάνιση, μάλλον ξαφνικά, μιας σχεδόν πλήρους ψυχικής κατάρρευσης, σε έναν κατά τα άλλα υγιέστατο και, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ικανό άνθρωπο, ο οποίος βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση.
Πιστεύουμε ότι τέτοια φαινόμενα μπορεί να τα διαπιστώσει εύκολα κάποιος, στον κοινωνικό του περίγυρο. Άνθρωποι που, μέχρι χθες, λειτουργούσαν ικανοποιητικά, αισθάνονται ξαφνικά ή με μικρές αφορμές, ότι δεν μπορούν να τα βγάλουν πια πέρα. Νιώθουν αβέβαιοι για το αύριο, και είναι σίγουροι πως έρχεται μια μεγάλη καταστροφή. Αν τους ρωτήσει κανείς, δεν μπορούν να εξηγήσουν με ακρίβεια, σε τι συνίσταται αυτή η καταστροφή. Άνθρωποι σε κρίση, με κλινικά συμπτώματα, όπως αϋπνία, κατάθλιψη, κρίσεις πανικού, σωματικά ενοχλήματα. Είναι μεγάλο λάθος να πιστεύει κανείς ότι αυτή η κατάσταση αφορά κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους. Τους «αδύναμους», σωματικά, οικονομικά, ταξικά. Γιατί, πρωτίστως, η αδυναμία είναι, σχεδόν αποκλειστικά, ψυχική. Έτσι, συναντάει κανείς άτομα σε κρίση, ανεξαρτήτως οικονομικής ευμάρειας, φύλου, ηλικίας ή κοινωνικής τάξης.
Η μελέτη των πολεμικών νευρώσεων, ιδιαίτερα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και μετέπειτα, οδήγησε αρκετούς ψυχιάτρους να θεωρήσουν πως ο κυριότερος προδιαθεσικός παράγοντας, που μπορούσε να καθορίσει την ψυχική κατάρρευση ενός εμπόλεμου ανθρώπου, ήταν ένα είδος έντονης εξάρτησης προς τα ψυχικά αγαπημένα του «αντι-κείμενα» (πρόσωπα, ιδέες), με πιο χαρακτηριστική εκδήλωση της κατάρρευσης, το άγχος αποχωρισμού από αυτά.
Το άγχος αποχωρισμού αποτελεί ένα τεράστιο πρόβλημα για τα δημοκρατικά καθεστώτα, σε καιρό πολέμου. Γιατί, σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, δεν είναι εύκολο στο άτομο να βρει υποκατάστατα των ψυχικών του αντικειμένων. Δεν είναι ψυχικά εύκολο να θεωρήσεις ότι πρέπει να υπερασπιστείς τα πρωθυπουργικά διαγγέλματα ή την οικονομική πολιτική κάποιου κόμματος, εις βάρος, π.χ., της οικογένειάς σου. Τέτοιου είδους προβλήματα, σε καιρό πολέμου, αντιμετωπίζονται ριζικότερα από πιο αυταρχικά καθεστώτα, από τη στιγμή που αποτελεί συνήθη τακτική τέτοιων καθεστώτων, να εξαρτούν τα άτομα, κυρίως ιδεολογικά, εις βάρος των οικείων ψυχικών αντικειμένων. Με άλλα λόγια, τα καθεστώτα αυτά μπολιάζουν το άτομο με μια ιδεολογική εξάρτηση, πέρα και πάνω από τις συνήθεις του προσκολλήσεις. Γι’ αυτό και ακούει κανείς τόσο συχνά, την ανάγκη για έναν «ηγέτη», που θα αναλάβει τις τύχες της χώρας, σχεδόν με απόλυτο τρόπο. Η εμφάνιση τέτοιων καθεστώτων ή πολιτευμάτων, μετά από μια κρίση της δημοκρατίας, απλώς επιβεβαιώνει τον παραπάνω συλλογισμό. Όμως, και αυτή η τακτική των απολυταρχικών καθεστώτων, έχει την αδύναμή της πλευρά. Εξαρτάται απόλυτα από την επιτυχία, την εθνική επιτυχία. Αλλιώς, σύντομα, αποκτά χαρακτηριστικά ενός τυρρανικού καθεστώτος, ενός ψυχικού αντικειμένου, δηλαδή, που παύει να ικανοποιεί το άτομο.
Στις μέρες μας, το δημοκρατικό μας πολίτευμα περνάει βαθιά κρίση. Μια κρίση, που πρωτίστως οφείλεται στο ότι, οι πολιτικοί που το υπηρέτησαν, απέτυχαν στο έργο τους τον καιρό της ευημερίας, και, φυσικά, δυσκολεύονται πολύ τώρα, που ο ψυχισμός των ανθρώπων, στους οποίους απευθύνονται, έχει κλονιστεί. Με συνέπεια, να μην μπορεί πλέον κάποιος να εξαρτηθεί από αυτούς τους πολιτικούς. Καθώς όμως, η ανάγκη για εξάρτηση ενυπάρχει βαθιά, μέσα στον ψυχισμό του ανθρώπου, έχει προκύψει μια έκτακτη κατάσταση, που εύκολα μπορεί να οικειοποιηθεί ο απόλυτος όσο και αυταρχικός λόγος, απ’ όπου και αν προέρχεται. Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, ο ψυχισμός δεν εξελίσσεται, απλώς θα αλλάξει αντικείμενο.
Έτσι, κρίνεται απαραίτητο σήμερα, το να διατυπωθεί ένας νέος λόγος. Αυτός που θα λάβει υπόψη του την παρούσα ψυχική διάσταση των ανθρώπων, προσδίδοντας ένα νέο όραμα, χωρίς όμως να αφαιρεί την ατομική και συλλογική ευθύνη.







Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Το Σημειωματάριο της Πανδώρας




Καλή Χρονιά
_____________________________________

Η Πανδώρα, για τον καινούργιο χρόνο εύχεται κάθε καλό σε όλους, με δυο τραγούδια, θρύλους. Γιατί, θρύλος είναι ό,τι αγαπήσαμε. Θρύλος είναι η αγάπη που επιμένει, υπάρχει κι έρχεται μέσα από μνήμες ελπίζοντας στο αύριο. Ειδικά στο αύριο αυτού του τόπου.






Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Το Σημειωματάριο της Πανδώρας



__________________________________________________


Τάκης Σινόπουλος

Ακόμη μια νύχτα

Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια μέσα στην Ελλάδα
ακολουθώντας το χυμένο αίμα το σπαταλημένο.

Αίμα σταλαματιές κυλάνε στάζουν κάτω στον Άδη.

Πέφτουν απάνω στους νεκρούς οι σκοτωμένοι
αλλάζουν θέση δεν ξυπνάνε.

Μόνο το χέρι τους υψώνεται και δείχνει τη μεριά
που περπατάνε οι δολοφόνοι.

Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάμεσα στους δολοφόνους.

          Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή, τομ. ΙΙ, Ερμής, 1980 (πρώτη έκδοση: Χρονικό, Κέδρος, 1975)


Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Το Σημειωματάριο της Πανδώρας

__________________________________________________



Ανδρέα Κάλβου,
Ιωαννίδου του Ζακυνθίου

Γενεύη, 1824

Η λύρα
Ωδαί

Ωδή έκτη,
Αι ευχαί

     ιζ΄.

…«όσον είναι
τυφλή και σκληροτέρα
η τυραννίς, τοσούτον
ταχυτέρως ανοίγονται
σωτήριοι θύραι.»

Απόσπασμα





Τα εξώφυλλα των βιβλίων του Ανδρέα Κάλβου
Η ΛΥΡΑ, Γενεύη, 1824,
ΛΥΡΙΚΑ, Παρίσι, 1826.




                                                                                 



Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Το Σημειωματάριο της Πανδώρας


__________________________________________________



Χαραλαμπόπουλος Ηλίας


Μετά την καταστροφή

Για τους μεγάλους ηγέτες, ο λαός δεν ξέρει ότι υπάρχουν,
τους μικρότερους ηγέτες, ο λαός τους αγαπά και τους εγκωμιάζει,
τους ακόμα μικρότερους, ο λαός τους φοβάται,
τους ακόμα πιο μικρούς, ο λαός τους μισεί.

Λάο Τσε, Κινέζος φιλόσοφος

Πάει καιρός πια, που ακούμε γύρω μας για καταστροφή. Είτε μελλοντική, αν δεν παρθούν μέτρα, είτε υπαρκτή, λόγω ανέχειας. Μια καταστροφή, με αφορμή τον οικονομικό παράγοντα, την αίσθηση του πλούτου, της αγοραστικής δύναμης που χάνεται, όπως η άμμος μέσα από τη χούφτα, επί της ουσίας όμως, μια καταστροφή που αφορά την απώλεια του οικείου, του γνωστού, φέρνοντας τον ψυχισμό μπροστά στη μεγαλύτερη απειλή: το μέλλον, που εμπεριέχει πάντοτε, συνειδητά ή ασυνείδητα, την πιθανότητα του θανάτου. Τι αποτελεί όμως μια καταστροφή; Στη βιβλιογραφία είναι σχεδόν αδύνατο να βρεθεί ένας πλήρως αποδεκτός ορισμός. Παρόλα αυτά, ένας ορισμός είναι αναπόφευκτος, εάν θέλουμε να είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε τις καταστροφές και τις συνέπειές τους, τουλάχιστον από την πλευρά της λειτουργίας του ανθρώπινου ψυχισμού.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, «μια καταστροφή αποτελεί μια πολύ σοβαρή ψυχολογική και ψυχοκοινωνική αναταραχή, που υπερβαίνει σε μεγάλο βαθμό, την ικανότητα της επηρεαζόμενης κοινότητας να τη διαχειριστεί».
Συνήθως, χρειάζονται αρκετά πράγματα, ώστε να προκληθεί μια καταστροφή: ένα ασυνήθιστο γεγονός, ικανό να προκαλέσει απώλεια υλικών αγαθών, τον θάνατο προσώπων, την πρόκληση τραυμάτων και πόνου, ή ένα γεγονός, στα πλαίσια του οποίου, η κοινότητα παρουσιάζει έλλειψη επαρκών κοινωνικών δυνατοτήτων, ώστε να αντιδράσει. Αυτό οδηγεί στην ανάγκη για εξωτερική παρέμβαση και υποστήριξη, σε συναισθήματα απειλής και αβοήθητου, με εντάσεις ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες και άτομα, και στην αποδιοργάνωση των δεσμών οι οποίοι ενώνουν τον πληθυσμό και γεννούν την αίσθηση του ανήκειν σε μια κοινωνία.
Οι καταστροφές, όμως, δεν επηρεάζουν μόνο ως αίτιο την κοινωνική λειτουργικότητα. Γιατί, ταυτόχρονα, αποτελούν και το συγκεκριμένο αποτέλεσμα σειράς δεδομένων, τα οποία προκύπτουν από μια κοινωνία που είναι ευάλωτη. Κι αυτό το αποτέλεσμα γίνεται ελάχιστα αντιληπτό, μέχρι τη στιγμή της καταστροφής. Πρακτικά, η καταστροφή δεν αποτελεί τίποτε άλλο, παρά την αποκάλυψη μιας σειράς προηγούμενων αποτυχιών.
Οι καταστροφές, ιστορικά, αποτελούν πάντοτε μια βολική ευκαιρία για να καταδειχθούν διάφοροι υπεύθυνοι ως αποδοπομπιαίοι τράγοι, αλλά και να γίνουν συνεχείς προσπάθειες, να φορτωθεί το βάρος της ενοχής σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή ομάδες. Όμως, η εύρεση ενός αποδοπομπιαίου τράγου, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί μια προσπάθεια εύρεσης και απόδοσης ευθυνών. Αντίθετα, αποτελεί μια προσπάθεια αποφυγής εύρεσης και απόδοσης ευθυνών. Έτσι, όποτε λειτουργεί αυτός ο ψυχικός μηχανισμός –ένας μηχανισμός άρνησης–, η ουσιαστική ευθύνη αποφεύγεται, δεν καταδεικνύεται. Με άλλα λόγια, είναι πάντα πιο εύκολο να φταίει κάποιος άλλος, και όχι εμείς.
Το χειρότερο, ψυχικά, που μπορεί να συμβεί σε μια καταστροφή, είναι η θυματοποίηση αυτών που την υπέστησαν. Το «θύμα», εννοιολογικά, αποτελεί ένα πρόσωπο που μένει παγιδευμένο από την εξωτερική συνθήκη, πετρωμένο στην κυριολεξία, στην ίδια θέση, χωρίς δυνατότητα κίνησης. Κάτι, που το μετατρέπει, από ένα άτομο με υποκειμενικότητα, σε ένα αντικείμενο μιας κοινωνικής πραγματικότητας.
Είναι φανερό ότι, στις μέρες μας, ο ελληνικός λαός υφίσταται μια ψυχοκοινωνική καταστροφή, με αφορμή την οικονομική κρίση. Πρόκειται για την ουσιαστική αδυναμία της κοινωνίας μας να διαχειριστεί αυτό που της συνέβη, στον βαθμό που επιμένει να αρνείται τις ευθύνες της. Ο πιο δύσκολος δρόμος, που οφείλουμε να διανύσουμε, σηματοδοτείται ψυχικά, από δύο παραμέτρους. Την προσπάθεια αποφυγής δημιουργίας αποδοπομπιαίων τράγων, δηλαδή την ανάληψη του μέρους της ευθύνης, η οποία μας αναλογεί, καθώς και την προσπάθεια αποφυγής της θυματοποίησης, που θα μας οδηγήσει στην απώλεια της όποιας δυνατότητάς μας για επανόρθωση. Δεν είναι εύκολο· από την άλλη, είναι ίσως η μόνη μας δυνατότητα για αντίδραση. Ο πιο σύντομος δρόμος για τον ψυχισμό μας, είναι να κατηγορήσουμε κάποιον, ως απόλυτα υπεύθυνο για το κακό, και να τον εξοστρακίσουμε. Να θεωρήσουμε τους εαυτούς μας ως ανίδεα θύματα, που τους έτυχε μια συμφορά. Και να προστρέξουμε για βοήθεια σε ένα τρίτο πρόσωπο, που αυτομάτως θα βαφτίσουμε ως καλό, με την ελπίδα πως αυτό θα μας βγάλει από την άτυχη θέση.
Όμως, δυστυχώς ή ευτυχώς, το κακό βρίσκεται μέσα μας, και μόνο αν το αντιμετωπίσουμε, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά, έχουμε πιθανότητα να περάσουμε στο μονοπάτι της δημιουργίας – ανάπτυξης. Αλλιώς, όσα μέτρα και αν ληφθούν, τίποτε δεν θα αλλάξει.





Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011

Το Σημειωματάριο της Πανδώρας




___________________________________________________


Ματθαίος Μουντές

Η ανεπάρκεια του σώματος

η βίαιη αντίδραση αυτή
θα σταθεροποιήσει για το μέλλον
μια ζωντανή αγιότητα
καθαρισμένη από τα μιάσματα
των εναρέτων
που με τα ψαλίδια τους
κουτσουρεύουν τη ζωή
όπως οι κηποτεχνικοί
που νομίζουν πως ο Θεός
δεν ξέρει πώς πρέπει
να είναι ένα δένδρο
μονάχα εκείνοι ξέρουν
και του δίνουν
το σχήμα του ποτηριού
οι μαλάκες.
(Απόσπασμα)

Ματθαίος Μουντές, Τα αντίποινα, β΄ έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1993.

***


Γιώργος Σταμούλης

Μικρό σχόλιο πάνω στην αλήθεια της Ποίησης


Aν ένα από τα ζητούμενα στην ποίηση είναι η μετάγγιση ή η διακήρυξη του είναι του ποιητή, στην ψυχή και στο μυαλό του αναγνώστη, τότε είναι προφανές ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο στην περίπτωση που τα ποιητικά εργαλεία, στα χέρια του δημιουργού, αγγίξουν πολύ υψηλά επίπεδα χρήσης. Και φυσικά, ως τέτοια εργαλεία εννοούμε τις λέξεις και τη φόρμα τους, τα οποία καλούνται να γίνουν οι αγωγοί αυτής της επιθυμίας, μεταποιώντας σκέψεις και συναισθήματα σε εξομολογήσεις, εκμυστηρεύσεις, μηνύματα, προτροπές –αισθητικές, εν τέλει, απολαύσεις.
Τόσο ο ποιητής όσο και ο αναγνώστης έχουν πάντα στο μυαλό τους την εποχή στην οποία πραγματοποιείται αυτό το πνευματικό πάρε-δώσε. Εννοώ, ότι καμία ποιητική σύνθεση δεν είναι αποτελεσματική, όταν στερείται του επικαιροποιημένου ή του διαχρονικού στοιχείου, το οποίο θα αιτιολογεί την ύπαρξή της. Αλλά, και την αναγκαιότητα να διαχυθεί έξω και πέρα από τον ποιητή, άλλως, το ποιητικό προϊόν γίνεται αποστειρωμένο και ακίνδυνο πρόσφορο, γίνεται μεταλλαγμένη πνευματική διαδικασία που δεν αντέχει στο χρόνο και στην κριτική. Πότε, όμως, έχουμε αυτήν την άριστη συνθήκη; Νομίζω ότι η απάντηση είναι απλή: Ο ποιητής και ο αναγνώστης οφείλουν να γράψουν και να διαβάσουν έχοντας απόλυτη συνείδηση ότι αυτές οι δύο διαδικασίες αποτελούν προϋποθέσεις ύπαρξης (ενταγμένης σε πραγματικό χρόνο και χώρο) κι όχι συναισθηματική εκτόνωση, απλό γέμισμα-χάσιμο χρόνου, ναρκισσευτική αυτοαναφορά, επιδίωξη κοινωνικής αποδοχής. Τότε και μόνον τότε, η ποίηση και η ανάγνωση λειτουργούν ως συστατικά στοιχεία της ανθρώπινης προοπτικής και νομιμοποιούν την πρωτοκαθεδρία της ανθρώπινης σκέψης στο φυσικό κόσμο. Τότε και μόνον τότε μπορεί να γίνει αποτελεσματικό το περιεχόμενο μιας ποιητικής εικόνας, όπως το ποίημα του Ματθαίου Μουντέ.



Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Το Σημειωματάριο της Πανδώρας

__________________________________________________


Γιώργος Ρωμανός

Ο λόγος της σιωπής, και
ο άγγελος της σιωπής ως Άλλος

Σημείωμα 1
Ο λόγος της σιωπής

Μέσα στην απόλυτη σιωπή, είναι που ακούγονται αποτρόπαια και οι πιο μικροί θόρυβοι. Και, στην Ελλάδα, εδώ και δεκαετίες, πνιγήκαμε στη σιωπή των συνειδήσεων μιας πλειοψηφίας, που δημιουργήθηκε με δημαγωγία και δόλο και επικράτησε πολιτικά, με καθημερινά αλλά και ιστορικά ψεύδη. Και τώρα, παρά την αντίθεση, προφανώς των περισσοτέρων, ένας ολόκληρος λαός, βουβός, αιχμάλωτος, καθολικά ανάπηρος από τον ναρκισσιστικό ωφελιμισμό του, πορεύεται ως θύμα στην τελευταία πράξη του δράματος. Στη βέβαιη μελλοντική εθελοδουλία του και την καταστροφή, επί δικαίων και αδίκων –αδιακρίτως.
Ίσως, αν υπάρξει ακόμη και τώρα διαλογισμός επί ατομικών ευθυνών, πάνω στα εγκλήματα καθοσιώσεως που συντελέστηκαν, επί δεκαετίες, μπορεί να υπάρχει χρόνος για καθολική αντίσταση στο μοιραίο, με μαζική επανάσταση συνειδήσεων.
Αρκεί ο καθένας να αφουγκραστεί τη δική του σιωπή και να την μετατρέψει σε φωνή κρίσης, σε γλώσσα Νέας Συλλογικότητας. Και έτσι, να αποτινάξει την Κρίση, που του στερεί τη φωνή και τον βυθίζει σε μια θανατηφόρα απραξία.

Σημείωμα 2
Ο άγγελος της σιωπής ως Άλλος

Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε φιλοξενήθηκε στον πύργο του Ντουίνο, το 1912, από τη φίλη του Μαρία φον Θουρν και Τάξις. Εκεί, έγραψε τις Ελεγείες του Ντουίνο, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διαρρήξει τη σιωπή, να οικειώσει τις φωνές των «αγγέλων» και να τις αποδώσει με τη δική του φωνή. Αλλά όχι μόνον. Όλα αυτά θα αποπειραθεί να τα υλοποιήσει μέσα στο πλαίσιο των ιδεών του, απέναντι στην ενατένιση του θανάτου. Και τούτο, γιατί πίστευε ότι ο θάνατος δεν είναι το λυσιμελές τέλος μιας έμφοβης και αμήχανης ζωής, αλλά ο τόπος της μυστικής καταγωγής της. Η ανυπαρξία, που μεταλλάσσεται σε ζείδωρο νόημα, σε επιστρέφουσα ζωή. Κι αυτό, με πρωτοστάτη τον Ποιητή.
Θεμελιώδες ζήτημα στις Ελεγείες του Ντουίνο, είναι οι ένδον φωνές: «Φωνές, φωνές. Άκου καρδιά μου, όπως μόνο οι άγιοι άκουγαν». «Αφού οι μεγάλες, οι ξένες σκέψεις πηγαίνουν κι έρχονται εντός σου και μένουν συχνά και τη νύχτα.» Η νύχτα, με ό,τι αυτή συμβολίζει, για την απόλυτη σιωπή. Μια σιωπή που, κατά τον Ρίλκε, ανοίγει τον ενεργητικό δρόμο του ατόμου προς τον θάνατο, αντί για την παθητική, περιδεή αναμονή του φυσικού του τέλους.
Αλλά, ποιες είναι οι φωνές; Ποιοι είναι αυτοί οι άγγελοι; Ό ίδιος ο Ρίλκε, γράφει στον μεταφραστή του, Βίτολντ φον Χούλεβιτς, ότι οι άγγελοι δεν είναι αυτοί του χριστιανικού κόσμου, αλλά τα πλάσματα εκείνα που επιτελούν, ολοκληρώνουν ή τελειοποιούν το ορατό σε αόρατο. Εννοείται, ότι στον ιδεαλιστικό αγώνα της μετατροπής του ορατού σε αόρατο, πρώτος στην προσπάθεια, όπως προαναφέρθηκε, είναι ο Ποιητής. Και τελικά, με τη βοήθεια αυτών των αγγέλων, το αόρατο καθίσταται μία Άλλη πραγματικότητα, μια ανώτερη πραγματικότητα.
Μέχρι τώρα, σε σχετικές κριτικές, για τις Ελεγείες, διαβάζει κανείς θεματολογικές ή κοινωνιολογικές προσεγγίσεις – αναλύσεις, σε όσα θέτει ποιητικά ο Ρίλκε. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί η Κριτική στη χώρα μας έχει ξεκόψει, εδώ δεκαετίες, από την κριτική αξιολόγηση της ποίησης (αλλά, και συνολικά της λογοτεχνίας), που γίνεται με όρους ελέγχου τέχνης, αισθητικής, τεχνικής, μέσων, τρόπων και ποιητικής, εκτός από την, αυτονόητα αναγκαία, νοηματική προσέγγιση. Αντίθετα, αυτό που κυριαρχεί στο σύνολο της σύγχρονης Κριτικής, είναι η ερμηνευτική απόδοση του θέματος και η δήθεν κοινωνική ‘‘φιλοσοφία’’ επ’ αυτού.
Γρήγορα αντιλαμβάνεται κανείς ότι θα ήταν πολύ ενδιαφέρον το να υπάρξει αξιολογικός κριτικός λόγος, που να βασίζεται, (πέραν της κοινωνιολογικής προσέγγισης) σε ευδιάκριτα, ομολογημένα και αυταπόδεικτα αισθητικά κριτήρια, αλλά και στη θεωρία της Αφηγηματολογίας. Έτσι, θα μπορεί να υπάρξει αποτίμηση, για τις τεχνικές, τα εκφραστικά μέσα και τους τρόπους γραφής ενός λογοτεχνικού έργου. Όμως, για να γίνουν αυτά απαιτείται κόπος, μόρφωση και κυρίως ανιδιοτελές ξόδεμα χρόνου. Χρόνου, που δεν θα είναι, έως και άμεσα, εξαγοράσιμος από δημόσιες σχέσεις, αφειδώς ανταποδοτικές, με «νοηματικές βιβλιοπαρουσιάσεις» ή θεματολογικές κοινωνιολογικές αναλύσεις – σεντόνια, που μετά την ανάγνωσή τους, αφήνουν τον αναγνώστη εντελώς στο σκοτάδι.
Αλλά, ας εξετάσουμε μόνο τρεις, αμιγώς αφηγηματικές, κριτικές παραμέτρους, αυτές του αφηγητή, της όποιας άλλης περσόνας και της γλώσσας. Έτσι, ας υποθέσουμε προς στιγμή, αυτό που κάποιες από τις κοινωνιολογικές αναλύσεις εξετάζουν, ότι δηλαδή, στις Ελεγείες, ο Ρίλκε μπορεί να θέτει τον αφηγητή του στο επέκεινα, έξω από τα όρια της απτής πραγματικότητας της ζωής του και ταυτόχρονα να διαλέγεται μαζί του. Δυστυχώς (…) αυτό, αφηγηματολογικά, είναι αδύνατον.
Είναι γνωστό ότι, τόσο στον Όμηρο (η μούσα) όσο και στον Πλάτωνα (περί μίμησης), ο αφηγητής είναι μια περσόνα, δημιουργημένη από τον συγγραφέα, που μιλά είτε για λογαριασμό της είτε εκ μέρους ενός άλλου μυθοπλασμένου προσώπου. Και βέβαια, οι περσόνες αυτές βρίσκονται απολύτως μέσα στο σύμπαν του μυαλού του δημιουργού και σε κανένα άλλο σύμπαν, κόσμο ή επέκεινα. Μυθοπλασμένα «πρόσωπα», στην περίπτωση, είναι οι άγγελοι και οι φωνές.
Είναι επίσης σαφές ότι, πουθενά στην τέχνη, δεν υπάρχει μονόλογος, ακόμη και όταν ο ποιητής έχει την αίσθηση ότι μιλάει «εις εαυτόν». Και τότε πρόκειται περί διαλόγου. Γιατί, μέσα στο συγγραφικό σύμπαν, στην οθόνη του μυαλού του συγγραφέα, συνομιλούν οι περσόνες, που έπλασε, με τους Άλλους, αυτούς που υποστασιοποιούν την κοινωνία στο εγώ του. Το ζεύγμα εγώ – ο Άλλος, δεν είναι κάτι το καινούργιο. Ούτε και το ότι κάθε άτομο συναποτελείται από το εγώ του και συμπληρώνεται, ετεροπροσδιορίζεται και από το εγώ των Άλλων. Έτσι, αν θεωρήσουμε ότι τα πράγματα μπορούν να παρουσιαστούν γραμμικά…, το πρώτο δημιούργημα του συγγραφέα, προκειμένου να ξεκινήσουν όλα σε μια αφήγηση, είναι η επινόηση της περσόνας του αφηγητή. Και, το αμέσως επόμενο είναι η περσόνα ή οι περσόνες, που δημιουργεί ο συγγραφέας από το ενδιάθετο σ’ αυτόν ζεύγμα, εγώ – ο Άλλος. Να λοιπόν οι, τουλάχιστον δύο, θεμελιώδεις αφηγηματικές φωνές μέσα στο συγγραφικό σύμπαν. Συνεπώς, οι άγγελοι, του Ρίλκε, δεν είναι παρά οι Άλλοι εντός του ή οι περσόνες με τις οποίες επιθυμεί να διαρρήξει το αδιάρρηκτο, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να υλοποιήσει το άυλο.
Από πλευράς γλώσσας, στις Ελεγείες, η προσπάθεια να καταστεί φθόγγος το άφατο, δεν αντιπροσωπεύει παρά ό,τι και όσα πάντοτε διαφεύγουν από τον συγγραφέα – ποιητή. Είναι τα μη κατορθωμένα, στη γλώσσα όλων των έργων. Η ανεκπλήρωτη γλώσσα του ποιήματος. Αυτό που θα ονόμαζα: ‘‘νεκρές’’ γωνίες της γλωσσικής όρασης.
Πρέπει να συνηθίζουμε σιγά σιγά, στον 21ο αιώνα ζούμε, στην ιδέα ότι δεν είναι όλα υλοποιήσιμα, σ’ αυτόν τον υλικό κόσμο, μιας περίπου προσδι­ορισμένης πραγματικότητας, που μας περιβάλλει. Ο κόσμος των οραμάτων, των προφητειών και της ενόρασης, ο μυστικισμός και η κάθε εκστατική εμπειρία δεν υποστασιοποιούνται μέσα από το πεπερασμένο σύστημα μιας γλώσσας, παρά μόνο μέχρις εκεί όπου τα όρια αυτού του συστήματος επαρκούν και φτάνουν.
Κι αυτό συμβαίνει κάθε φορά που έχουμε να κάνουμε, όπως με τους αγγέλους του Ρίλκε, με μια εμπειρία άκρως προσωπική, ατομική, η οποία μεταδίδεται μέσα από περσόνες και με ένα π ε ρ ι ο ρ ι σ μ έ ν ο εκφραστικό σύστημα. Και τούτο, γιατί η ενορατική γλώσσα είναι η γλώσσα του άφατου, του αντικειμενικά και γραπτώς μη μεταδόσιμου στην υλιστική πραγματικότητα που ζούμε. Το ίδιο και ο διαλογισμός.
Ο γραπτός λόγος, ακόμη και στην ποιητική τελείωσή του, δεν είναι παρά η διαρκής άσκηση, το χαράκωμα διαρκούς πολέμου με τα νοήματα και, στην καλύτερη περίπτωση, η σκάλα που οδηγεί μέχρι το κατώφλι του άφατου κόσμου ή και του επέκεινα. Αλλά, υποθέτω ότι, ακόμη κι αν κάποιος επέστρεφε από αυτόν τον κόσμο, δεν θα μπορούσε να τον περιγράψει, να τον μεταδώσει. Γιατί, αφορά σε μία απολύτως ασύλληπτη, οντολογικά, «πραγματικότητα» και η αντιστοιχούσα σε αυτήν την «πραγματικότητα», αφήγησή της θα έπρεπε να γίνει με μια παντελώς άγνωστη, πιθανώς καθαρά νοητική «γλώσσα» κάποιων κυμάτων (;), που αυτόματα θα καθιστούσε περιττό κάθε γνωστό έως τώρα είδος προφορικού ή γραπτού λόγου. Και φυσικά, την ποίηση όπως την ξέρουμε μέχρι σήμερα.
Και κάτι τέτοιο, υποθέτω πως δεν είμαστε έτοιμοι να το δεχτούμε, τη στιγμή που, ακόμη, κινούμαστε λατρευτικά απέναντι σε ποιητές, σαν τον Ρίλκε και σε έργα, όπως οι Ελεγείες



Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

Το Σημειωματάριο της Πανδώρας



_______________________________________________



Rainer Maria Rilke: Οι ελεγείες του Ντουίνο, Μετάφραση - σημειώσεις: Σωτήρης Σελάβης. Επίμετρο: Κώστας Κουτσουρέλης, Εκδόσεις, Περισπωμένη, 2011.

Ο Σωτήρης Σελάβης προσέγγισε τα εννοιολογικά, μυστικιστικά περιεχόμενα του δυσνόητου και μεγάλου αυτού έργου προπαντός για την αφαιρετική πυκνότητα της ποιητικής του δόμησης, με σεβασμό, γνώση και ιδιαίτερη αισθαντικότητα. Πιστός στην επιθυμία του Ρίλκε για κατά λέξη μετάφραση, αποφεύγοντας παραφράσεις και παραλείψεις πέτυχε μια ανάγνωση κατανοητή. Στην απόδοση σε ελεύθερο στίχο οι εσωτερικοί ρυθμοί «σώθηκαν», ενίοτε και το υψηλό λυρικό ύφος, σ’ αυτό το εξαιρετικά δύσκολο μεταφραστικό εγχείρημα.
Οι πλούσιες και πολύτιμες πληροφορίες βοηθούν τον αναγνώστη στην πρόσβαση των οραμάτων του κόσμου του μεγάλου ποιητή.
Το βιβλίο κλείνει με το εμβριθέστατο δοκίμιο του ποιητή και μεταφραστή Κώστα Κουτσουρέλη, ένα βιβλίο που δεν θα έπρεπε να λείψει από τη βιβλιοθήκη των εραστών της ποίησης.

Υ. Γ.
Συγκρίθηκαν οι μεταφράσεις της πρώτης και της πέμπτης ελεγείας, (οι πιο παλιές του ‘51 και του ‘53 και δύο πρόσφατες) μεταξύ τους και με το πρωτότυπο, όπως και με αυτήν του Σ. Σελάβη.)


Π. 





Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Το Σημειωματάριο της Πανδώρας


__________________________________________________


1. Πέθανε ο συγγραφέας Χόρχε Σεμπρούν.
2. Διαβάστε τις νέες αναρτήσεις του τεύχους, Πανδώρα 24: Π ο ί η σ η – Έλληνες ποιητές: Μικρή συλλογή ποίησης. Ο Γιώργος Σταμούλης ανθολογεί, επιμελείται και παρουσιάζει σελίδες ποίησης από την ύλη της έντυπης Πανδώρας, με ποιήματα των: Κατερίνας Αγγελάκη - Ρουκ, Γιώργου Βέη, Βασίλη Καραβίτη, Μιχαήλ Μήτρα, Τόλη Νικηφόρου και Μαρίας Ψωμά - Πετρίδου.

***

Πέθανε ο συγγραφέας Χόρχε Σεμπρούν

Η Πανδώρα προτείνει στους αναγνώστες της τα βιβλία του Ισπανού συγγραφέα. Για αυτούς που θέλουν ένα καλό και σύντομο βιβλίο του, συνιστούμε «Τα σανδάλια», εκδόσεις Εξάντας, 2003. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα μεγάλο διήγημα. Το προτείνουμε ως «εισαγωγή» στο έργο του, αλλά και ως κείμενο που στέκεται απέναντι στον ωκεανό παραλογοτεχνίας της εποχής μας.
Ο Σεμπρούν δίνει ένα κείμενο με ξεχωριστή λογοτεχνικότητα, γρήγορη αφήγηση, σεναριακή δεινότητα. Η παράθεση πολλών υποθεμάτων μέσα από τίτλους βιβλίων, πίνακες ζωγραφικής και ποιημάτων του Ρενέ Σαρ δίνουν πολυεπίπεδη διάσταση στο κείμενο.
Ο χρόνος της αφήγησης αφορά σε κάποιες ώρες. Όμως, τα γεγονότα που αναφέρονται σε αυτήν καλύπτουν 20 χρόνια. Ένας άντρας και μια γυναίκα –κι οι δυο παντρεμένοι με άλλους– αποτελούν το ζευγάρι των εραστών αυτής της ιστορίας, που ζουν μια έντονα παθιασμένη σχέση.
Το κρίσιμο ραντεβού τους δίνεται στην Βενετία. Η εξέλιξη της υπόθεσης και το δυνατό, συγκινησιακά, τέλος κρατάει συνεχώς ψηλά το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

***

Ο σπουδαίος Ισπανός συγγραφέας Χόρχε Σεμπρούν, πέθανε την Τρίτη, 7. 6. 2011, σε ηλικία 88 ετών. 
Ο συνδημιουργός του σεναρίου της ταινίας του Κώστα Γαβρά «Ζ», συγγραφέας περίπου 15 βιβλίων, μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα στη συγγραφή και την πολιτική δράση.
Ο Χόρχε Σεμπρούν, που υπήρξε υπουργός Πολιτισμού στην Ισπανία του Φελίπε Γκονζάλες, γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1923 και από το 1939 ζούσε στο Παρίσι. Διετέλεσε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, έδρασε κατά του καθεστώτος του Φράνκο, πήρε μέρος στην Αντίσταση κατά των ναζί, φυλακίστηκε στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ και υποστήριξε τις πολιτικές, αριστερές ιδέες του.
Από το 1964, χρονιά που τον έθεσε εκτός ΙΚΚ, αφιερώθηκε στο συγγραφικό του έργο, αντλώντας συχνά την έμπνευσή του από τις εμπειρίες του, (το βιβλίο του «Η γραφή ή η ζωή» έχει ως αφετηρία τον εγκλεισμό του στο στρατόπεδο Μπούχενβαλντ), την Ιστορία και το βαθύ ερώτημα που τον απασχολούσε: τη μνήμη. Στο έργο του συμπεριλαμβάνονται και σενάρια, σκηνοθετημένα από σπουδαίους δημιουργούς, όπως ο Αλέν Ρενέ.
Πολυβραβευμένος και μέλος της Ακαδημίας Γκονκούρ, από το 1986, έγραψε μεταξύ άλλων «Τα σανδάλια», το «Είκοσι χρόνια και μία μέρα», το «Ο νεκρός που μας χρειάζεται», το «Τι ωραία Κυριακή!», την «Επιστροφή του Νετσάγιεφ», «Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκάντερ», «Το λευκό όρος»  και φυσικά, «Το μεγάλο ταξίδι».

Π.