Δ ο κ ί μ ι ο


________________________________________________
Πανδώρα, τεύχος 24
_________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σ' αυτή τη σελίδα δημοσιεύονται κατά σειρά τα κείμενα των:
Αναστάση Βιστωνίτη, Οι στάχτες του εικοστού αιώνα,-ένα δοκίμιο για την τέχνη στον 20ο αιώ.
Ηλία Χαραλαμπόπουλου, Λογοτεχνία και Ψυχανάλυση, Εισαγωγή,
Γιώργου Ρωμανού, Η ασώματος κεφαλή, -ένα δοκίμιο Αφηγηματολογίας.

**

Αναστάσης Βιστωνίτης
Οι στάχτες του εικοστού αιώνα

υτό που λέμε εποχή είναι συνήθως ένα ασαφές περίγραμμα του χρόνου, όπου οριοθετούνται μια σειρά από κατακτήσεις –όχι σπάνια όμως κι από παρεξηγήσεις. Ο συγγραφέας, ωστόσο, όταν μιλάει για την εποχή του, στην πραγματικότητα αναφέρεται στις αδυναμίες του ή, στην αντίθετη περίπτωση, κρύβεται πίσω από αυτές. Καθώς λοιπόν όλοι μας είμαστε τέκνα του προηγούμενου αιώνα, κρίνοντάς τον, είτε το θέλουμε είτε όχι, κρίνουμε τους ίδιους τους εαυτούς μας.
Όλα τα δεινά κι όλες σχεδόν οι καταστροφές, εκείνες τουλάχιστον που προκάλεσε ο άνθρωπος, προβλέφθηκαν από τους συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Σε καμιά κρίσιμη περίοδο δεν μας έλειψαν τα ειδοποιημένα πνεύματα που μίλησαν για την όποια επερχόμενη καταστροφή. Κι ούτε ένα από τα μεγάλα δράματα που ζήσαμε, η ανθρωπότητα μπορεί να ισχυριστεί ότι τη βρήκε απροετοίμαστη. Παρά ταύτα, κανένας δεν κατάφερε να τα αποτρέψει.
Αυτό που λέμε ανθρώπινη φύση υπήρξε ανέκαθεν το φυτώριο των κυνικών. Η εποχή μας τους αναπαρήγαγε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Έχοντας πίσω μας έναν αιώνα ηθικών, πολιτικών και κοινωνικών διαψεύσεων δεν γίναμε ασφαλώς ευφυέστεροι –ίσως όμως να είμαστε πιο προσεκτικοί. Κι αν κάτι μας κληροδότησε η αλματώδης ανάπτυξη ενός τμήματος του πλανήτη, είναι πως σήμερα μπορούμε πολύ ευκολότερα να φανταστούμε πώς θα είναι ο κόσμος αύριο. Κι ίσως έτσι να κάνουμε λιγότερα λάθη.
Το ανάκτορο, που ταυτοχρόνως αποτελεί και τη φυλακή του συγγραφέα, το αποκαλούμε ανθρώπινη συνθήκη. Άξιος της αποστολής του συγγραφέας είναι εκείνος που διαθέτει το σθένος να δει τις αδυναμίες του κατάματα. Καμιά εμπειρία δεν είναι αφασική, έστω κι αν αναπτύσσεται στο ψυχρό ενυδρείο του κυνικού. Δεν είναι μικρό πράγμα. Γιατί αν κάτι μας δίδαξε ο προηγούμενος αιώνας, είναι πως πρέπει να προσέχουμε κατ’ εξοχήν εκείνους που πιστεύουν πως αποτελούν κάτι περισσότερο από όσα επιτρέπει στον καθένα η ανθρώπινη συνθήκη.
Ζήσαμε έναν παρατεταμένο πνευματικό αταβισμό που επέτρεψε στους δικτάτορες να γίνουν λαϊκά είδωλα, στις «μεγάλες» ιδέες να χρησιμοποιηθούν ως μέσα καταστολής κι εξανδραποδισμού, στα πρόβατα να μετατραπούν σε λύκους. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως η εποχή των δολοφόνων δεν ήταν ο δέκατος ένατος αιώνας του Ρεμπώ αλλά ο δικός μας. Οι δολοφόνοι του εικοστού αιώνα δεν εγκλημάτησαν εν βρασμώ ψυχής αλλά εν ψυχρώ, μέσα στη νύχτα της λογικής, καταμετρώντας τα θύματά τους όπως μετράει ο ταμίας στην τράπεζα τα χαρτονομίσματα.
Εμείς, όπως λέει ο Σεφέρης, βρήκαμε τη στάχτη. Κρίνοντας μια εποχή στο τέλος της –και από το τέλος της– καλούμαστε να μαζέψουμε αυτή τη στάχτη, έστω και μόνο για να μην ξεχάσουμε ποτέ ότι οι νεκροί υπήρξαν. Κι αυτή τη γνώση να τη μεταβιβάσουμε στους νεώτερους.
Ο εικοστός αιώνας υπήρξε πνευματικά δύσμορφος, πολιτικά και κοινωνικά χαώδης, αισθητικά το ίδιο, με δύσθυμους ανθρώπους, με απανωτές εκατόμβες, με γενοκτονίες, με συλλογικές εμμονές χειρότερες από εκείνες που ανέπτυξαν οι άνθρωποι σε εποχές όπου ήταν περιορισμένο το φάσμα των γνώσεων. Ήταν ένας αιώνας φειδωλός στα αισθήματα κι ευεπίφορος στο μίσος, στατιστικά καταμετρημένος στο παραμικρότερο και με μια ανθρωπότητα η οποία, ενώ γνώριζε απείρως περισσότερα από ό,τι στο παρελθόν, παρουσιαζόταν με ασθενέστερη μνήμη και με πολύ λιγότερη σοφία.
Είναι νωρίς να τον συγκρίνουμε με τα όσα μας έδωσε, στη λογοτεχνία και την τέχνη τουλάχιστον, ο δέκατος ένατος αιώνας –για να μη μιλήσει κανείς για την αρχαιότητα. Απορούμε όμως να πούμε με κάποια βεβαιότητα πως τα μεγάλα μυθιστορήματα της εποχής μας γράφτηκαν ως συνέχεια των έργων του δέκατου ένατου αιώνα. Όσο για τη μεγάλη ποίηση, παρά τα μανιφέστα, τις διακηρύξεις, τις αναζητήσεις και τους πειραματισμούς δεν είναι λίγοι όσοι πιστεύουν ότι δεν θα πρέπει να την αναζητήσουμε στα έργα του αιώνα που μας άφησε.
Οι γλωσσικοί πρόγονοι του καθενός μας ανήκουν λίγο πολύ στην εποχή μας. Ωστόσο, οι μέντορες του εικοστού αιώνα αποδείχθηκαν πολύ λιγότερο ανθεκτικοί από όσο φανταστήκαμε στη νεότητά μας. Για πολλούς από εμάς ποτέ δεν τέθηκε το δίλημμα του Χάρολντ Μπλουμ να «δολοφονήσουμε» τους προγόνους μας ή έστω να τους δημιουργήσουμε, ούτε, πολύ περισσότερο, να τους διατηρήσουμε ανέγγιχτους στα ψηλά βάθρα των εφηβικών μας ενθουσιασμών. Κι εντούτοις, ένα από τα παράδοξα αυτού του δύσθυμου αιώνα είναι και η απελπιστικά μικρή διάρκεια των ενθουσιασμών που παρήγαγε.
Ίσως για τούτο χρειάζεται να εκτιμήσουμε ορισμένες όντως σημαντικές συνειδησιακές κατακτήσεις που ανέτειλαν μέσα από τα ερείπιά του. Και πρώτα απ' όλα, τη γλωσσική συνείδηση, καθώς αποκτά πλέον στην εποχή μας άλλο περιεχόμενο. Η γλώσσα συνιστά τη μεγάλη πατρίδα του συγγραφέα, ίσως τη μόνη αληθινή πατρίδα, τώρα μάλιστα που δέχεται επίθεση από άλλους επικοινωνιακούς κώδικες, κατά βάση εικονιστικούς. Γι’ αυτό και η γλώσσα σήμερα αποκτά νέο ανθρωπολογικό περιεχόμενο. Δεν είναι μόνον το πεδίο της έκφρασης αλλά και η κοιτίδα και η μήτρα της ελευθερίας.
Η γλώσσα του συγγραφέα στρέφεται, εκ των πραγμάτων, εναντίον της γλώσσας της προπαγάνδας, της καταστολής, της διαφήμισης, της ιδεολογικής ακολασίας και της κοινωνικής αφασίας. Είναι η γλώσσα που δημιουργεί υπεργλωσσικά επίπεδα, ο λόγος που μας αποσπά από τον εφιάλτη του αιτίου, αυτόν που μας παρέδωσε ο Κάφκα ως παρακαταθήκη, προειδοποίηση κι εξορκισμό για το μέλλον. Κι αν οι κορυφαίοι συγγραφείς του δέκατου ένατου αιώνα μπορούσαν να συνοψίσουν όλον τον κόσμο σε ένα βιβλίο, οι μεγάλες μορφές του αιώνα μας ακολούθησαν άλλο δρόμο: Είχαν τη γενναιότητα να προχωρήσουν ως την άκρη της αβύσσου και να σκύψουν στα βάθη της.
Οι συγγραφείς δεν θέλουν να τους τιμούν οι επιγενόμενοι αλλά να τους διαβάζουν. Μέσα στη μάχη των δαιμόνων της επικαιρότητας και της διάρκειας ο καθένας ζει την έκπτωση και την αναγέννησή του μόνος του – και κάθε μέρα. Συμβόλαιο, βεβαίως, με το χρόνο, από τον καιρό του Φάουστ ακόμη, δεν έχει υπογράψει κανείς. Ξέρουμε ότι η καθημερινή ζωή απλοποιεί τις ιδέες και στη διαδικασία αυτή ο συγγραφέας μοιάζει περιττός. Όσο μάλιστα προχωρεί η εξειδίκευση (η λέξη εκφράζει τη βαρβαρότητα που περιέχει η εφαρμοσμένη γνώση), η λογοτεχνία και γενικότερα η συγγραφική πράξη αποδεικνύεται άχρηστη. Η λογοτεχνία, όπως και κάθε άλλη τέχνη, είναι ένα είδος επιτομής, σε τελική ανάλυση, γι’ αυτό σε μια εποχή καταμερισμού και διαψεύσεων είναι επόμενο να περνάει στο περιθώριο.
Η λογοτεχνία είναι η μνημοτεχνική της ζωής – και τούτη η υπηκοότητα της μνήμης καθιστά τον άνθρωπο υπεύθυνο έναντι των αισθημάτων, των πράξεων, των αμφιβολιών, των παραλείψεων και των επιτευγμάτων του.
Ο εικοστός αιώνας δεν ήταν αιώνας της δημοκρατίας αλλά των φασισμών, των πάσης φύσεως καισαρισμών και ολοκληρωτισμών, της τρέλας του μεγαλείου, των ιδεών χωρίς θεμέλια. Εξέλαβε τους αναχρονισμούς ως καινοτομίες, το πάθος ως όραμα καταστροφής, τα αισθήματα ως αδυναμίες του νου και της θέλησης. Εκατομμύρια άνθρωποι έδωσαν τη ζωή τους προκειμένου να υπηρετήσουν το αδύνατο, για να χαθούν μέσα σε δυστοπικά οράματα, σχέδια του μέλλοντος επί χάρτου, θρησκείες της σκλαβιάς και του αίματος. Υπήρξε αιώνας αφηγήσεων και όχι προτύπων, αναχρονιστικός στο ηθικό πεδίο, με όλες του τις επιστημονικές κατακτήσεις να τις στρέφει εναντίον του. Υπήρξε δημαγωγικός τόσο στην τέχνη όσο και στην πολιτική, γι’ αυτό και σήμερα η διαχείριση των όσων μας κληροδότησε παρουσιάζεται τόσο δύσκολη.
Κάποτε ο Σαρτρ υποστήριξε πως ο άνθρωπος είναι ένα ανώφελο πάθος. Δεν ξέρω κανέναν καλύτερον ορισμό της δυσθυμίας, της ανίας και της φθοράς. Από το μπωντλαιρικό spleen περάσαμε στην εποχή της αφασίας. Ποτέ άλλοτε οι συγγραφείς δεν δοξολόγησαν με τέτοια εμμονή τη φθορά, όπως στη μεταπολεμική εποχή, όπου αυξάνεται συνεχώς ο μέσος όρος ζωής, και τα υλικά αγαθά, στον πρώτο κόσμο τουλάχιστον, έχουν δημιουργήσει τέτοια ευφορία.
Ο άνθρωπος, ωστόσο, δεν μπορεί να κρίνει το πρόσφατο παρελθόν του παραχαράζοντας το μέλλον του. Κάποτε χαρακτηρίστηκε δύσθυμη η αναγέννηση, αλλά η κατ’ εξοχήν περίοδος της δυσθυμίας ήταν ο εικοστός αιώνας. Μου φαίνεται πως το ξεπέρασμά της θα απαιτήσει καιρό, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό που εμφανίζεται σήμερα ως επιτακτικό αίτημα για όλους μας, δηλαδή η επικράτηση της ανοιχτής κοινωνίας, θα αρχίσει να λαμβάνει σάρκα και οστά όχι μόνο στη λεγόμενη ανεπτυγμένη Δύση, αλλά παντού στον κόσμο. Ξεκινώντας φυσικά από την βασική παραδοχή ότι κανείς πλέον σήμερα δεν έχει τα περιθώρια να ισχυριστεί πως είναι αθώος.
Ο Οκτάβιο Πας, νομίζω, είπε κάποτε πως τα μουσεία του εικοστού αιώνα είναι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τα είδαμε να υψώνονται και στις δύο όχθες του ποταμού. Δίπλα στο Πράδο και το Λούβρο, στους Φρα Αντζέλικο, τους Βαν Άικ, τους Γκρέκο, τους Βελάσκεθ και τους Πικάσο απλώνονται οι σταχτιές σκιές της Τρεμπλίνκα, του Άουσβιτς, του Νταχάου, της ελληνικής Μακρονήσου, του σταλινικού Γκουλάγκ.
Τις σκιές αυτές δεν πρέπει να τις σβήσουμε αλλά να τις φωτίσουμε. Το αντίθετο θα ήταν η βαρύτερη προσβολή για τους νεκρούς και τα θύματα.

_________________
Κείμενο ομιλίας που δόθηκε στην «35η Διεθνή Συνάντηση Συγγραφέων» του Inter-national PEN. Club στο Bled της Σλοβενίας, τον Μάιο του 2001.

Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Πανδώρα, αριθμός τεύχους 22, 11ος χρόνος, 5/2008 – 11/2008, σελίδες 69-71.

***



Ηλίας Χαραλαμπόπουλος

Λογοτεχνία και Ψυχανάλυση
Εισαγωγή 

πρώτη δημοσιευμένη ανάλυση λογοτεχνικού έργου έγινε από τον Φρόιντ, το 1907, και αφορούσε τη νουβέλα «Gradiva», του Wilhelm Jensen. Ήταν ένα άρθρο που αποτελούσε μια κλινική μελέτη ψυχοπαθολογίας, για τον κεντρικό λογοτεχνικό χαρακτήρα. Ακολούθησαν και άλλα κείμενα, που αφορούσαν τόσο τη λογοτεχνία, όσο και γενικότερα την τέχνη, σηματοδοτώντας έτσι τις απαρχές αυτού που σήμερα αποκαλούμε εφαρμοσμένη ψυχανάλυση.
Στο συγκεκριμένο άρθρο, ο Φρόιντ αναλύει τον κεντρικό χαρακτήρα της νουβέλας, σαν να βρισκόταν στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι, δίνοντας ερμηνείες για τα όνειρά του, τις φαντασιώσεις του και το παραλήρημά του. Φαίνεται ότι ο Φρόιντ προσπάθησε, μέσω αυτής της μελέτης, να προσεγγίσει ένα ευρύτερο κοινό, με σκοπό να κάνει πιο γνωστή την ψυχανάλυση, όμως η λογοτεχνία και η ίδια η καλλιτεχνική δημιουργία αποτελούσαν πάντα για αυτόν πηγή μεγάλου ενδιαφέροντος.
Ας μην ξεχνάμε ότι η ίδια η ψυχαναλυτική γλώσσα, σε μεγάλο βαθμό, στηρίχτηκε στην αρχαία ελληνική μυθολογία και τραγωδία, με κυριότερη την έννοια του οιδιπόδειου συμπλέγματος, που βασίστηκε στον Οιδίποδα τύραννο, του Σοφοκλή. Έκτοτε, πολλοί λογοτεχνικοί χαρακτήρες έχουν αντιμετωπιστεί κάτω από την οπτική της ψυχαναλυτικής ερμηνείας.
Όμως, τον Φρόιντ τον απασχόλησε έντονα και  η διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, και ιδιαίτερα η ικανότητα του καλλιτέχνη να διεγείρει με το έργο του τόσο έντονα συναισθήματα στον αποδέκτη. Πίστευε πως η πηγή της καλλιτεχνικής δημιουργίας βρισκόταν στο ασυνείδητο του καλλιτέχνη, έδρα της αθέατης ψυχικής ζωής των ανθρώπων, των ενστίκτων και του απωθημένου. Με αυτόν τον τρόπο, στο έργο τέχνης προβάλλεται ακριβώς αυτός ο εσωτερικός φαντασιωσικός κόσμος του καλλιτέχνη, κόσμος με τον οποίο ασυνείδητα ταυτίζεται ο αναγνώστης, αναγνωρίζοντας στο έργο δικά του ψυχικά κομμάτια.
Έτσι, εκτός από τον λογοτεχνικό χαρακτήρα, η ψυχαναλυτική οπτική επεκτάθηκε τόσο στον συγγραφέα, όσο και στον αναγνώστη. Έκτοτε, πολλοί ψυχαναλυτές ασχολήθηκαν με το τρίπτυχο «συγγραφέας- λογοτεχνικός χαρακτήρας-αναγνώστης», προσθέτοντας συνεχώς στοιχεία, ώστε να κατανοήσουμε τη διαπλοκή της ψυχανάλυσης με τη λογοτεχνία.
Εξάλλου, κοιτώντας αντίστροφα αυτή τη διαπλοκή, βρίσκει κανείς πολλούς συγγραφείς και, κατά συνέπεια, και λογοτεχνικούς χαρακτήρες που επηρεάστηκαν από τις ιδέες του Φρόιντ και γενικότερα της ψυχανάλυσης. Το ψυχολογικό πορτραίτο των χαρακτήρων εμπλουτίστηκε με νέες δυνατότητες, ενώ δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που βρέθηκαν στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι, πολλές φορές με το σύμπτωμα της αναστολής της δημιουργικότητάς τους.
Όπως υπήρξαν και συγγραφείς που απέρριψαν την ψυχαναλυτική συνεισφορά στη λογοτεχνική δημιουργία, θεωρώντας ότι απέχει από οποιαδήποτε αλήθεια βρίσκεται πίσω από τη δημιουργικότητα, ή ότι δεν αποτελεί παρά μια ακόμη οπτική γωνία, ανάμεσα σε πολλές άλλες.
Όχι τυχαία, ο Φρόιντ θεωρήθηκε, εν τέλει, και ένας μεγάλος συγγραφέας, με πολύ ιδιαίτερο ύφος, που  επηρέασε με το έργο του την ίδια την πορεία της ανθρώπινης σκέψης.
Το σίγουρο είναι ότι κάτι άλλαξε, μετά το 1907, στον χώρο της λογοτεχνίας, με την είσοδο σε αυτόν της ψυχαναλυτικής οπτικής. Κάτι, που αξίζει την προσοχή μας.


 ***


Γιώργος Ρωμανός

Η ασώματος κεφαλή
Δοκίμιο Αφηγηματολογίας

έχρι το τέλος της δεκαετίας του ’60 υπήρχαν διάφορα τσίρκο τα οποία στις παραστάσεις τους συμπεριλάμβαναν το «νούμερο» της ασώματης κεφαλής. Εμφανιζόταν επί σκηνής, σε μικρό βάθρο επάνω σε μαξιλάρι, το αποκομμένο πλην υγιέστατο κεφάλι ενός ανθρώπου. Το βάθρο χωρούσε ίσα ίσα το σώμα ενός νάνου ο οποίος είχε περάσει το κεφάλι του στο μαξιλάρι-κολάρο, με τρύπα στη μέση. Η ασώματος κεφαλή έπιανε κουβέντα, συνήθως ασυνάρτητη και γεμάτη κλισέ, με τους θεατές. Δίπλα της ο αβανταδόρος παρουσιαστής διαφήμιζε το «νούμερο» κραυγάζοντας: «ορίστε κυρίες και κύριοι μιλάει, κοιμάται και δακρύζει αληθινά. Κλαίει με δάκρυ πικρό όταν θυμάται τα σκότη της μαύρης Αφρικής, εκεί όπου την βρήκαμε, στο βάθος αχανούς σπηλιάς που έφτανε μέχρι την Κίνα.»
Με τα χρόνια η ασώματος κεφαλή απεσύρθη από τα τσίρκο αλλά εμφανίστηκε αλλοτροπικά και θορυβωδώς στη σύγχρονη λογοτεχνία. Πιθανώς να ανασυστήθηκε ένα νέο τσίρκο, όσον αφορά την ωμά κερδώα μορφή στην έκδοση βιβλίων για μαζική κατανάλωση. Έτσι το σύμπτωμα διογκώθηκε -και διογκώνεται- κυρίως για τρεις λόγους: α. λόγω των υπολογιστών, η έκδοση ενός βιβλίου είναι εύκολη έως και ιδιωτική υπόθεση, β. το βιβλίο έγινε ισοδύναμο αναλώσιμων προϊόντων πλατειάς κατανάλωσης, με μόνο κριτήριο το κέρδος, γ. αφηγηματολογικά, και σε μεταμοντέρνους καιρούς..., πολλοί συγγραφείς σκορπίζουν αφηγηματικούς σπονδύλους μέσα στα κείμενά τους, με αφόρητα νοηματικά χάσματα, αλλά και σε αβαθή σχήματα. Υποτίθεται πως, μετά... θα έρθουν οι αναγνώστες να «δημιουργήσουν» τις γέφυρες, ανάμεσα σε αυτά τα χάσματα, και να νοηματοδοτήσουν τα κείμενα με την δική τους εκδοχή.
Έτσι είναι συχνό φαινόμενο οι συγγραφείς που «μιλάνε» στα βιβλία τους επί παντός του επιστητού χωρίς να εμφανίζουν το αφηγηματικό τους σώμα. Δεν υπάρχει δηλαδή κατ’ αρχάς, αφηγηματική υπόσταση, γιατί μια σειρά κρίσιμες παράμετροι λειτουργούν αναιμικά. Τέτοιες παράμετροι είναι ο αφηγητής, οι χαρακτήρες / πρόσωπα, και, τουλάχιστον, η πειστική υποστασιοποίηση του τόπου και του χρόνου. Πέραν της έλλειψης γνώσεων τεχνικής και αφηγηματικών τρόπων, τις πιο πολλές φορές ο χαρακτήρας / πρόσωπο αποδίδεται μόνο με το όνομά του..., ή με ελάχιστα, επιφανειακά χαρακτηριστικά.
Αντιθέτως, στο ενδιάμεσο αυτών των στοιχειωδών αφηγήσεων, μιλάει ακατάπαυστα ο ίδιος ο συγγραφέας, μιας και αδυνατεί να αναπτύξει αφηγητή. Κι αυτό συμβαίνει γιατί πολλοί συγγραφείς δεν μπορούν, ακόμη σήμερα..., να ξεχωρίσουν τον συγγραφέα από τον αφηγητή / περσόνα. Αλλά, και γιατί δεν καταφέρνουν να εστιάσουν μέσα από τους χαρακτήρες / πρόσωπα, ούτε και να αναπτύξουν οπτικές γωνίες.
Αυτόματα, έρχεται και η συνακόλουθη έλλειψη βάθους χαρακτήρα / προσώπου. Γιατί, ακριβώς λόγω της αδυναμίας εστιάσεων δεν υπάρχει ανάπτυξη του προσώπου σε βάθος χρόνου και λείπει, πρωτίστως, ο ψυχολογικός του χώρος. Το να ολοκληρώνεται προοδευτικά, κατά την διάρκεια της αφήγησης, ή να «ενηλικιώνεται», ένας χαρακτήρας μέσα από τις καταστάσεις μιας ιστορίας είναι για κάποιους πολύ δύσχρηστο, ή ακατόρθωτο.
Ανάλογα ασώματοι προκύπτουν οι έννοιες τόπος, χώρος οι οποίες αναφέρονται επιπόλαια, ως απλοί γεωγραφικοί ή χωροταξικοί προσδιορισμοί, στεγνοί μηνύματος, χωρίς αισθητική και πλαστική αξιοποίηση. Συνοδός έλλειψη είναι και η απροσδιοριστία όσο και η άτεχνη αμηχανία κατά την διαχείριση του χρόνου αφήγησης. Αρνητικά κορυφαία είναι η σύγχυση του τώρα της αφήγησης με το τότε και το αύριο του συγγραφέα που μπερδεύεται με τον ...αφηγητή του.
Έτσι, ο λόγος καθίσταται συνολικά κενός, ομιλούσα κεφαλή χωρίς σώμα, και η ιστορία παρουσιάζεται δίχως υπόσταση σε βασικά της σημεία (αφηγητής, χαρακτήρες / πρόσωπα, εστιάσεις, τόπος, χρόνος, και, τελικά, ως μήνυμα). Μοιραία διαταράσσεται η δομή, ακυρώνεται κάθε προσπάθεια πλοκής και τελικά αναπτύσσονται τρία μεγάλα προβλήματα: η ασάφεια, η μη ενσάρκωση / υποστασιοποίηση / αισθητοποίηση της ιστορίας, και τελικά η μη πειστικότητα.
Υπάρχουν συγγραφείς που με πανίσχυρη μέσα τους, και καταλυτική, την λειτουργία της εικόνας (τηλεόραση, κινηματογράφος, εικονογραφημένα περιοδικά κ.λπ.) δεν μπορούν να συγκροτήσουν λόγο με επαρκείς νοητικές εικόνες και περιγραφές επί χάρτου. Και τούτο γιατί καταγράφουν τον λόγο με μια καθαρά οπτική αντίληψη και όχι μέσω της νοητικής οθόνης του νου όπου που πρωτίστως εκεί βλέπει... ο συγγραφέας.
Ακόμα, κι όταν γίνεται χρήση σύγχρονων, και αποδεκτών, οπτικοποιημένων τρόπων συγγραφής, το παιχνίδι είναι χαμένο εάν ο συγγραφέας δεν διαθέτει την ικανότητα ενός αρχέγονου παραμυθά και μυθοπλάστη. Κανένας μετα - μεταμοντερνισμός δεν γεννά αυτόματα... συνθετικό κειμενικό νόημα μόνο και μόνο με την εν παραθέσει συρραφή ετερόκλητων αβαθών σχεδιασμάτων. Κι όσες φορές κι αν βάλει κάποιος σ’ ένα μίξερ ένα λουλούδι εκείνο που θα βγαίνει από την άλλη δεν θα είναι λουλούδι, αλλά πολτός. Στην λογοτεχνία υπάρχει άλλος τρόπος για να περιγράψεις και να αποδώσεις την εικόνα αλλά και το άρωμα ενός λουλουδιού, πόσο μάλλον ενός νοήματος.
Πολλοί ξεχνούν πως το γραπτό κείμενο μέσα στο οποίο μιλάει ένα πρόσωπο της συγγραφικής μυθοπλασίας δεν είναι βιντεοπροβολή. Τα πάντα, σ’ αυτό, πρέπει να γίνουν με λέξεις, φθόγγους, ήχους και συνεπώς με γνώση γλώσσας που σχετίζεται άμεσα με το συντακτικό και την γραμματική. Ταυτόχρονα τα εξωτερικά μορφολογικά στοιχεία σ’ ένα γραπτό, δεν διαχωρίζονται από την συνολική λειτουργία της γλώσσας και των παραγόμενων εννοιών / μηνυμάτων. Έχει σημασία ακόμη και το πώς στοιχίζεται ένα κείμενο στο χαρτί, ποιο είναι το μήκος των παραγράφων, τα διάκενα, και φυσικά η στίξη. Όλα επεμβαίνουν και παίζουν καθοριστικότατο ρόλο στο νόημα, στο ύφος του κειμένου και τελικά στην ιστορία και στον μύθο που αποτελούν το περιεχόμενο.
Είναι γνωστό ότι ο συγγραφέας που εμβαθύνει κινείται και μεταφορικά, ώστε να δίνει στα πράγματα μια νέα μορφή, όχι συνηθισμένη, αλλά ανοίκεια να προκαλεί δηλαδή, το γνωστό από τη θεωρία, αίσθημα ανοικείωσης.
Συμπερασματικά, η πειστική λογοτεχνία δεν είναι μια παθητική ή μηχανική αντανάκλαση του κόσμου, αλλά η εμβάθυνση σ’ αυτόν, η ανασημασιοδότησή του, και τελικά η ανασύνθεσή του σε μια νέα πραγματικότητα.
Ή καλύτερα, η ανάδειξη του σώματος αυτής της νέας πραγματικότητας.